- κηπουρικῶς
- κηπουρικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηπουρικός — ή, ό (ΑΜ κηπουρικός, ή, όν) [κηπουρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον κήπο ή στον κηπουρό και την τέχνη του (α. «κηπουρικά εργαλεία» β. «κηπουρικαὶ θύραι», Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. το θηλ. ως ουσ. η κηπουρική η τέχνη τού κηπουρού, η… … Dictionary of Greek